- λαοφόνος
- λαοφόνος, -ον (Α)αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο-* + -φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο-φόνος, θηρο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαοφόνον — λᾱοφόνον , λαοφόνος slaying the people masc/fem acc sg λᾱοφόνον , λαοφόνος slaying the people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek